- κλωστοϋφαντουργός
- οβιομήχανος ή τεχνίτης που ασχολείται με την κλώση νημάτων και την ύφανση υφασμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλωστοϋφαντουργός — ο τεχνίτης ή βιομήχανος που ασχολείται με την κλωστοϋφαντουργία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντ ουργός] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
κλωστοϋφαντουργία — η [κλωστοϋφαντουργός] η τέχνη τής βιομηχανικής κατασκευής νημάτων και υφασμάτων … Dictionary of Greek
κλωστοϋφαντουργείο — το [κλωστοϋφαντουργός] εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται νήματα και υφάσματα … Dictionary of Greek